1941 Παράνομες συγκεντρώσεις από τον Νίκη Κωστή

Από Wikitriti
Πήδηση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ΕΣΟ ΕΤΟΙΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ (από τον Νίκη Κωστή της 1ης ΟΝΑ, που ζει στον Καναδά)

΄Επεφτε μια ψιλή βροχή από έναν γκρίζο χειμωνιάτικο ουρανό στα τέλη του 1941. Ακολούθησα το φίλο και συμμαθητή μου ΄Αγι Αλευρά κατά μήκος ενός στενού δρόμου, έως την είσοδο μιάς μικρής πολυκατοικίας. Σταμάτησε, έλεγξε μήπως μας παρακολουθεί κανείς και πάτησε το κουδούνι ενός διαμερίσματος. ΄Ενα μακρύ κουδούνισμα και δύο κοφτά. Ακούστηκε ο βομβητής, η πόρτα ξεκλείδωσε, την σπρώξαμε και μπήκαμε. Μιά τριαντάρα κυρία μας δέχθηκε στην πόρτα ενός ισόγειου διαμερίσματος και μπήκαμε σε ένα μικρό καθιστικό. Το δωμάτιο ήταν σαν οποιοδήποτε σαλόνι μεσαίας τάξης στην πόλη, συμπαθητικά επιπλωμένο και διακοσμημένο. Τα ρολλά των παράθυρων, όμως, ήταν κατεβασμένα. Εμπόδιζαν να μπεί το φώς από τον δρόμο, αλλά το σημαντικώτερο, εμπόδιζαν τους περαστικούς να βλέπουν τι γινόταν μέσα. Στο δωμάτιο βρίσκονταν μαζεμένα οκτώ ή εννέα αγόρια μεταξύ επτά και δέκα χρονών καθισμένα σε σχήμα πέταλου κάτω στο χαλί. Υπήρχαν επίσης τρεις ενήλικοι. Η κυρία που μας άνοιξε συστήθηκε ως Κάα, οι δύο νέοι ως Ακέλας και Μπαλούς. Το απόγευμα εκείνο που εντάχθηκα στον Προσκοπισμό, οι καιροί ήταν πολύ ταραγμένοι. Μεγάλο μέρος της Γης βρισκόταν στην δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Η πόλη μου, η Αθήνα, βρισκόταν υπό απάνθρωπη κατοχή (1941 – 1944) των Γερμανών ναζί και Ιταλών φασιστών. Το να ανήκεις στους Προσκόπους ήταν επικίνδυνη πράξη ... αντίστασης κατά του ΄Αξονα ! Η προσκοπική κίνηση (που ιδρύθηκε το 1910) είχε απαγορευτεί στην Ελλάδα από το 1938 με νόμο της δικτατορίας Μεταξά. ΄Ολη η σχολικής ηλικίας νεολαία ήταν αναγκασμένη να γραφτεί στην EON (εθνική οργάνωση νεολαίας) που ακολουθούσε τα βήματα της χιτλερικής νεολαίας και των Balilla του Μουσολίνι, συμπεριλαμβανομένου του φασιστικού χαιρετισμού. Η απαγόρευση κράτησε 7 χρόνια, ώς τα τέλη του 1944, που αποχώρησαν οι Γερμανοί απ’ την Ελλάδα και ο πόλεμος τελείωσε. Αλλά κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου ο προσκοπισμός έμεινε ζωντανός, δρώντας κρυφά και χωρίς στολές. Αρχικά μερικοί μεγάλοι πρόσκοποι κατόρθωσαν να συνεχίσουν κάποια προσκοπική δραστηριότητα, καλυπτόμενοι από εικονική ένταξη στην ΕΟΝ. Στην ουσία, άλλαξαν απλώς τις στολές τους με τις μπλε και άσπρες της EON. Όταν η Ελλάδα κατακτήθηκε τον Απρίλιο του 1941 από τον ΄Αξονα, οι πρόσκοποι συνέχισαν να δραστηριοποιούνται, χωρίς βέβαια στολές, σαν κρυφή ηθική αντίσταση. Κράτησαν αναμμένη την φλόγα του πατριωτισμού και την ελπίδα σε παιδιά και νέους που η ηλικία τους δεν επέτρεπε τις εντονώτερες αντιστασιακές ενέργειες των μεγαλύτερων. Ο προσκοπισμός κατά την Κατοχή ενείχε σοβαρούς κινδύνους γιά την ζωή και την ελευθερία παιδιών, γονέων και στελεχών. Κάθε τύπος ένωσης χρειαζόταν συγκεκριμένη άδεια από την αστυνομία και τον έλεγχο των Γερμανών. Περνώντας οι μήνες, η αντίσταση έγινε πιό σκληρή, το ίδιο συνέβη με τις απαγορεύσεις κατά των συγκεντρώσεων. Μέχρι που απαγορευόταν η χωρίς άδεια συγκέντρωση περισσότερων από τρία άτομα, ακόμη και μέσα στο σπίτι σου. Στον προσκοπισμό οι σχετικοί κίνδυνοι αφορούσαν τους ενήλικους που οργάνωναν και διηύθυναν τις συγκεντρώσεις και τους γονείς που επέτρεπαν τη συμμετοχή μας και κατέβαλαν τη μικρή ταμειακή συνδρομή που κάλυπτε τις λίγες ανάγκες της ομάδας. Στο πλαίσιο του ισχύοντος τότε στρατιωτικού νόμου, ακόμη και τέτοια ασήμαντη ανυπακοή στην χιτλερική νέα παγκόσμια τάξη, οδηγούσε στη σύλληψη αόριστη φυλάκιση σε μια ασφυκτικά γεμάτη φυλακή ή ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπως αυτό της Καισαριανής. Από εκεί, οι άνθρωποι διαλέγονταν τυχαία και για να πεθάνουν στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων στη Γερμανία ή, χειρότερα, για να εκτελεστούν σαν αντίποινα για σαμποτάζ ή τραυματισμό ή φόνο Γερμανών. Οι κίνδυνοι για τους νέους βαθμοφόρους και τους γονείς μας ήταν σοβαροί και άμεσοι. Στάθηκαν, πράγματι, γενναίοι. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, το να παραμένεις αόρατος ήταν μεγάλη αρετή και ο παράνομος / κρυφός προσκοπισμός εξελίχθηκε σε τέχνη ! Ο μόνος οργανισμός στον οποίο επιτρέπονταν τακτικές συναντήσεις ήταν η Εκκλησία. Δεν εμποδίζονταν οι κυριακάτικες λειτουργίες, βαπτίσεις, γάμοι και κηδείες, αλλά γίνονταν υπό αστυνομική επιτήρηση. Το ίδιο στο κατηχητικό και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις της εκλησίας, μιά και ήλπιζαν να εμφυσήσουν χριστιανικές αρετές - αποδοχή της καταπίεσης- στους νέους.
Υπό το πέπλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και με την βοήθεια μερικών γενναίων παπάδων, δημιουργήθηκαν και λειτουργούσαν αρκετές προσκοπικές ομάδες.Ο ΕΟΧΑ απετέλεσε την κάλυψη γιά αρκετά προσκοπικά τμήματα, μεταξύ των οποίων το δικό μου.

Πήρα μέρος σε μόνο μία άλλη συγκέντρωση Λυκόπουλων γιατί σε ηλικία ένδεκα ετών «ανέβηκα» στην 3η Β΄ομάδα Ναυτοπροσκόπων της Αθήνας και με κατεύθυναν στον χώρο συναντήσεων. Επρόκειτο γιά ένα ημιυπόγειο δωμάτιο, σε μιά σειρά αποθηκών ψηλά στην οδό Σίνα, στην πλαγιά του λόφου του Λυκαβητού. Απείχε είκοσι λεπτά γερό περπάτημα από το σπίτι μου. Το δωμάτιο, περίπου 7 επί 10 μέτρα, ήταν τελείως γυμνό, με υγρούς τσιμεντένιους τοίχους, ταβάνι και δάπεδο. Δεν υπήρχε παράθυρο, το φώς προερχόταν από έναν αδύναμο γυμνό γλόμπο που κρεμόταν από το καλώδιό του. Σε αυτόν τον χώρο, μαζί με άλλα δεκαπέντε αγόρια, ξεκίνησα μιά σημαντική εμπειρία που επηρέασε την ζωή μου.

Θα ρωτήσετε γιατί ήταν τόσο πολύτιμος ο προσκοπισμός την περίοδο της ζωής μας που διαμορφώναμε χαρακτήρα ; Αναλογιστείτε ότι ζούσαμε σε εποχή απόλυτης κοινωνικής και οικονομικής αναστάτωσης. Η δικαιοσύνη, η ασφάλεια και η κοινή ανθρωπιά είχαν εξαφανιστεί. Ακόμα και στην ηλικία μου συνειδητοποιούσα τις μεγάλες αλλαγές μέσα σε δύο χρόνια : Το φαγητό σπάνιζε, τα βασικά τα προμηθευόταν κανείς με κουπόνια και μετά πολύωρη αναμονή σε ουρές, με κάθε καιρική συνθήκη. Ρούχα και παπούτσια δεν υπήρχαν, παρά μόνο σε εξωφρενικές τιμές. Οφείλαμε να κλεινόμαστε στα σπίτια μας με την δύση του ήλιου, αλλιώς θα περνούσαμε το βράδυ σε κάποιο κελλί του αστυνομικού τμήματος, προς μεγάλη ανησυχία της οικογένειας μας. Τα σχολεία, που συνήθως προσφέρουν σταθερότητα, βρίσκονταν σε αναστάτωση. Συχνά έκλειναν, μαθήματα ακυρώνονταν λόγω οικονομικών δυσκολιών. Οι οικογένειες δεν είχαν να πληρώσουν τα δίδακτρα, δεν υπήρχαν καύσιμα γιά να θερμανθούν οι αίθουσες. Οι δάσκαλοι συχνά έλειπαν γιατί δεν έπαιρναν τον μισθό τους, είχαν δυσκολίες με τις αρχές ή απλώς εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα γιά να πάνε σε συγγενείς στην επαρχία, όπου ίσως να έβρισκαν λίγο φαγητό γιά την οικογένειά τους. Τέλος, όλοι είχαμε δοκιμάσει το επικείμενο του πρόωρου θανάτου είτε από τη διαδεδομένη πείνα και την ασθένεια (όπως το χειμώνα του 1941-2), ή άλλα αιματηρές επεμβάσεις των αρχών της κατοχής και των συνεργατών τους. Ενάντια σε αυτή την ατμόσφαιρα διαθέταμε τον προσκοπισμό που μας έδινε σκοπό και ένα κοινό τελετουργικό που ξεπερνούσε την απαίσια προοπτική της καθημερινής πραγματικότητας. Εκτός από την υπόσχεση της αιώνιας ζωής και σωτηρίας, ο προσκοπισμός έγινε ένα είδος κρυφής θρησκείας που καθοδηγούσε την ηθική ανάπτυξή μας. Έτσι, κάθε Σάββατο απόγευμα συγκεντρωνόμαστε στο μισοφωτισμένο μονότονο δωμάτιο, μερικές φορές δέκα σε αριθμό, άλλες μέχρι είκοσι. Είχαμε πλησιάσει το κτίριο έτσι ώστε να μην προσελκύσουμε την προσοχή ειδικά επειδή ακριβώς απέναντι στον δρόμο βρισκόταν η ... γερμανική Ευαγγελική εκκλησία που εξυπηρετούσε εν καιρώ ειρήνης τη γερμανική κοινότητα της Αθήνας και τώρα όσους από τις δυνάμεις κατοχής είχαν θρησκευτική κλίση. Ένα καρφί στο τσιμεντένιο τοίχο χρησιμεύει ως ιστός σημαίας. Στεκόμαστε προσοχή και κάνουμε έπαρση με μια ελληνική σημαία σε μέγεθος χαρτομάντηλου, πάνω σε σπάγκο, ψιθυρίζοντας τους γενναίους στίχους του Ελληνικού εθνικού ύμνου. Εντάχθηκα στην ενωμοτία Αλκυόνων. Οι άλλες ήταν οι Γλάροι, τα Δελφίνια, οι Ξιφίες, οι Πιγκουϊνοι. ΄Ολοι κάτοικοι της θάλασσας επειδή ήμαστε Ναυτοπρόσκοποι με κλίση στα θαλασσινά. Κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις που επικρατούν εφαρμόζαμε μια ιδιαίτερη μορφή προσκοπισμού, απαλλαγμένη από πολλά από τα απαραίτητα στοιχεία : δεν φορούσαμε στολή, δεν λέγαμε «κραυγές», δεν κάναμε υπαίθρια παιχνίδια ή τελετές. Αλλ’ ακόμη και υπό αυτούς τους περιορισμούς, κατορθώσαμε να κάνουμε ένα μεγάλο μέρος προσκοπικής δραστηριότητας. Μυήθηκα στα μυστήρια δεσλιματος σύνθετων κόμβων για διάφορες εφαρμογές, των τεχνικών πρώτων βοηθειών. Κώδικας Μορς, σεμαφόρ, η ιστορία του προσκοπισμού και, το σημαντικότερο, η Υπόσχεση που δίνουν εκατομμύρια Προσκόπων παγκοσμίως. Κατορθώσαμε ακόμη και να κάνουμε διακριτικά μερικές πεζοπορίες - διασκορπισμένοι σε ομάδες δύο ή τριών, με συνάντηση στον προορισμό μας - και μερικές διανυκτερεύσεις κατά τις οποίες είχα την πρωτόγνωρη εμπειρία να κοιμηθώ στο… έδαφος ! Όλα αυτά τα πράγματα ήταν νέα, διασκεδαστικά και με οδήγησαν ανεπαίσθητα να ενταχθώ σε μια θαυμάσια παρέα ομοϊδεατών συντρόφων με τους οποίους πέρασα μερικά από τα καλύτερα χρόνια της νεότητάς μου. Για ένα μοναχικό αγόρι, που ανέθρεψε (παραχάϊδεψε;) μια τρυφερή γιαγιά, η εμπειρία ήταν σωτήρια δεδομένου ότι μου δίδαξε τις κοινωνικές αρετές της συνεργασίας αλλά και της αυτάρκειας. Την φιλική ανταγωνιστικότητα και την ανάληψη ευθύνης. Υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι οι ιδιότητες αυτές μπορούν να αποκτηθούν στο σχολείο. Αυτός δεν είναι αλήθεια, επειδή η συμμετοχή στον προσκοπισμό είναι εθελοντική, το ίδιο και η πειθαρχία. Στο σχολείο δεν υπάρχει ενότητα σκοπού όπως υπάρχει σε μια ενωμοτία ή μιά ομάδα προσκόπων. Εν ολίγοις, αντιλαμβανόμουν τότε και πιστεύω ακόμα, ότι είμαστε προνομιούχοι σε σχέση με τα άλλα αγόρια. Η ομάδας μας ευλογήθηκε με την καλύτερη ηγεσία. Όλοι ήταν παλαίμαχοι πρόσκοποι της διάσημης 3ης Ναυτοπροσκόπων, ενεργοί στην προπολεμική και προ-δικτατορική περίοδο. Είχαν διατηρήσει ζωντανή την επαφή και την αγάπη τους γιά το προσκοπικό πνεύμα. Το μεγαλύτερο διάστημα από την επταετή παραμονή μου στην ομάδα ήταν με Αρχηγό τον Γιάννη Μαλακατέ (1923-1999). Καταγόταν από ένα νησί του Αιγαίου και το όνομα, τα ανοιχτά του χρώματα και τα μπλε μάτια του έδειχναν πως ήταν απόγονος βορειοϊταλικής φεουδαρχικής οικογένειας, από αυτές που κυβέρνησαν τα νησιά από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα. Θυμάμαι Γιάννη με μεγάλη εκτίμηση. Πρόωρα φαλακρός από τα είκοσί του σχεδόν, με χαρακτηριστικό γνώρισμά του … τα καμπουριαστά πόδια του. Ήταν δίκαιος αλλά σταθερός με τα αγόρια υπό την ηγεσία του. Είχε χιούμορ, τα γαλανά του μάτια χαμογελούσαν… πριν το πρόσωπό του. ΄Ηταν γεροδεμένος αθλητής, έπαιζε μπάσκετ με την ομάδα του Τρίτωνα, πρώτης κατηγορίας. Είχε άξιους βοηθούς, θυμάμαι τον Τώνη Οικιάδη (1926-2006) και τον Βασίλη Mαυρίδη (Baloo). Καθένας τους υπήρξε αυτό που ονομάζουμε σήμερα, άξιο «πρότυπο» γύρω από το οποίο μια παρέα αγοριών θα μπορούσε να μαζευτεί γιά μιά εμπειρία διαπαιδαγώγησης χαρακτήρα, γεμάτη διασκέδαση. Για μερικούς από μας, διάρκεσε μιά ολόκληρη ζωή.
Οι περιστάσεις κατέστησαν τη συμμετοχή μου στις δράσεις της ομάδας σποραδική. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας και άλλοι περιορισμοί και εντάσεις συνόδεψαν το τέλος της κατοχής και την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων. Ακολούθησαν πολιτικές αναταραχές που κατέληξαν στον τετραετή εμφύλιο πόλεμο που μετέτρεψε την Αθήνα σε πεδίο μάχη επί αρκετές εβδομάδες. Η ομάδα μας διέκοψε την δραστηριότητά της γιά μερικούς μήνες. Η εργασία μου στον βρετανικό στρατό με πήρε μακρυά από την Αθήνα και κατέστησε τη συμμετοχή μου μόνο περιστασιακή. Κατά τα σχολικά έτη 1946-7 και 1947 -8 ήμουν «εσωτερικός» στο οικοτροφείο Σπετσών. Κατόπιν, την άνοιξη ‘48, με τα οικογενειακά οικονομικά πολύ φτωχά, εξασφάλισα εργασία στην «αμερικανική αποστολή για την ενίσχυση της Ελλάδας», η οποία περιλάμβανε νυχτερινή βάρδια και εργασία τα Σαββατοκύριακα αλλά πλήρωνε το νοίκι και έθρεψε την οικογένεια για περίπου δεκατέσσερις μήνες. Παρόλες αυτές τις ζωτικές ασχολίες, συμμετείχα στις δραστηριότητες της ομάδας όταν μπορούσα. Πήγαινα στις εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις, συμμετείχα σε δύο «παιχνίδια πόλεως» κατόρθωσα να απολαύσω τρείς «πρωτόγονες» νησιώτικες καλοκαιρινές κατασκηνώσεις. Το 1946 και 1947 στον Πόρο, το 1949 στην ΄Ανδρο, όπου ενας νυκτερινός "κροταλίας" παρ' ολίγο να μου κοστίσει ... τη ζωή (!) μα με καθιέρωσε ως ... chef cordon bleu και μόνιμο μέλος της "ενωμοτίας μαγειρείου". Θυμάμαι το ... φάντασμα του λήσταρχου Νταβέλη σε μιά διανυκτέρευση στο ΠΙΚΠΑ. Δενδροφύτεψα μικροσκοπικά πεύκα στις πλαγιές της Ακρόπολης σε αποκατάσταση των δέντρων που ερημώθηκαν από τους αθηναίους που δεν διέθεταν καύσιμα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πήρα μέρος σαν στέλεχος σε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις για τα παιδιά της Αθήνας που είχαν ανάγκη. Μια αξιομνημόνευτη περίπτωση είναι ένα μεγάλο παιχνίδι πόλεως για τη σύνθεση ενός νέου προσκοπικού τραγουδιού. Η ομάδα μας βρήκε μερικούς κεφάτους νέους στίχους, τους ταίριαξε σε μελωδία βιενέζικης οπερέτας, και κερδίσαμε το πρώτο βραβείο : ένα γυαλιστερό ολοκαίνουργιο… ακορντεόν.
Παίζαμε παιχνίδια, τραχειά αγορίστικα παιχνίδια που προκαλούσαν συχνά μώλωπες, γδαρμένα γόνατα και στραμπουλήγματα. Κάναμε φάρσες, άλλες διασκεδαστικές, άλλες τολμηρές, κάποιες ξεκάθαρα επικίνδυνες, όλες με καλή διάθεση. Δεν μπορώ να θυμηθώ να παραπονέθηκε οποιοσδήποτε γονέας ή οποιαδήποτε συζήτηση περί ανάγκης … ασφαλιστικής κάλυψης (που, όπως ακούω, πνίγει τον σημερινό προσκοπισμό). Οι ενωμοτίες ανταγωνίζονταν, μέσα στην ομάδα, με «βαθμούς» να απονέμονται για την παρουσία, κατάσταση των στολών, νίκες στα παιχνίδια, την επίδοση σε άμιλλα προσκοπικών δεξιοτήτων, τον στολισμό και την τάξη της γωνίας κάθε ενωμοτίας, κ.λπ. Οι Γλάροι έρχονταν συνήθως πρώτοι και οι Ξιφίες απροβλημάτιστοι τελευταίοι.
Είχα μιά πολύ συγκινητική εμπειρία στα τέλη Σεπτεμβρίου 1949. Ήμουν πιά 18, η ηλικία μου και οι ανάγκες της ζωής με είχαν κάπως απομακρύνει απ’ την ομάδα μου. Παρευρέθηκα σε μια εβδομαδιαία συγκέντρωση στην λέσχη μας. Στο τέλος, αναγγέλθηκε ότι πολύ σύντομα θα μετανάστευα στον Καναδά και είχα έρθει να αποχαιρετήσω. Μετά την υποστολή της σημαίας η ομάδα σχημάτισε κύκλο μ’ εμένα στη μέση, σταύρωσαν και ένωσαν τα χέρια τους και τραγούδησαν το συγκινητικό τραγούδι του αποχαιρετισμού. Η ενωμοτία Γλάρων, της οποίας ήμουν μέλος, μου έδωσε ένα βαμβακερό σήμα της ενωμοτίας, άσπρο με το περίγραμμα του πουλιού σε μπλε. Το είχε υπογράψει κάθε αγόρι της ενωμοτίας ως ενθύμιο από τα επτά εκείνα χρόνια, τα πιό ευτυχισμένα της νεότητάς μου.

Οι παλαιοί της 1ης Ναυτοπροσκόπων της Αθήνας, τώρα πλέον στα '70 και τα '80 τους, είναι ακόμα σε επαφή. Μιά – δυό φορές τον χρόνο μαζεύονται σε κάποια ταβέρνα της Αθήνας με … τις συζύγους τους, τα παλιά σημαιάκια των ενωμοτιών και άλλα αναμνηστικά της ομάδας. Απολαμβάνουν ένα καλό γεύμα, λίγο κρασί, τραγουδούν τα παλιά τραγούδια μας και προσφέρουν ένα «θέαμα», προς έκπληξη των άλλων πελατών. Είχα την χαρά να βρίσκομαι στην Αθήνα και να παρευρεθώ σε τρεις τέτοιες συναντήσεις, για να αισθανθώ λύπη για εκείνους που δεν είναι πιά μαζί μας, αλλά και να απολαύσω την ζεστασιά μιας μεγάλης κοινής εμπειρίας που σφυρηλάτησε έναν ισόβιο δεσμό.