Ταξίδι προς την Ερμιόνη
(του Γιάννη Μαρκιανού)
Η άπαρσ' ήτανε γραμμένη για τις πέντε
Για να προλάβουμε το γραίγο στα πανιά μας
Μόλα οι κάβοι και τα μπράτσα στα κουπιά μας
Κι ύστερα ρότα κάτω για την Ερμιόνη
Μέσα στο δίαυλο φωνάζουν τα φανάρια
Και φορτηγά γεμάτα αμπάρια με σιτάρια
Περνούν κοντά μας και μας γνέφουν οι οπτήρες
Πιάσε πορεία εκατόν ογδόντα μοίρες
Έξω απ'την Αίγινα ο καιρός έχει φερμάρει
Φορός επίφορος και κύμα απ'τα πρύμα
Σκότες στα χέρια και στην μπάντα η λαγουδέρα
Να μην ορτσάρει ξαφνικά και μας μπατάρει
Στα Τσελεβίνια εσυναντησαμε δελφίνια
Που καθώς παίζουνε χαρούμενα στην πλώρη
Λεν' ιστορίες ναυτικές, παλιές και νέες
Που ψιθυρίζει ο αφρός πάνω στο κύμα
Κοντά στη Ύδρα ο καιρός έχει πια πέσει
Ξάπλες στους πάγκους, πεταλούδα τα ιστία
Το σπινακόξυλ'όμως θέλει μαεστρία
Να μη γυρίσει ξαφνικά και σε βαρέσει
Και ξάφνου, μέσα στη βαθιά θολούρα
Σαν μια νησίδα χαμηλή πλατιά και σκούρα
Με τη λαχτάρα στην καρδιά μας να φουντώνει
Φτάνει στα μάτια μας η ωραία Ερμιόνη