Γιώργος Τριανταφύλλου
Γεννήθηκε το 1967 και σε ηλικία 8 ετών έγινε λυκόπουλο στην 3η Αγέλη. Έχασε την 1η του κοπή πίττας στην Ύδρα επειδή ξέχασαν να τον ειδοποιήσουν, αλλά αποζημιώθηκε με την επόμενη κοπή πίττας στο σπίτι των Αλευρά στο Λεωνίδιο. Άκουσε για 1η του φορά μερικά από τα παραμύθια από τις "1000 και 1 νύχτες" από την Έλλη Τρύπου-Σκάσση και τον Δημήτρη Παρέτζόγλου στην κατασκήνωση. Σε ηλικία 11 ετών ανέβηκε στην ομάδα με καθυστέρηση ολίγων μηνών επειδή -ιδιαίτερα αγαπητός στην Αγέλη- είχαν ξεχάσει πως ήταν η σειρά του. Αλκυών αρχικά στην ενωμοτία του Νίκου Γεωργακόπουλου, έμαθε από τον τότε Α/Ο Ομάδας Κώστα Παρετζόγλου πως μιλάει πολύ δυνατά σε ένα παιχνίδι εκδρομής όπου η ησυχία ήταν το ζητούμενο (ναι, η σιωπή είναι συχνά χρυσός). Στο 2ο explore του στο Μοναστήρι κοντά στην Ερμιόνη έμαθε την αξία του να ανάβεις φωτιά με όχι παραπάνω από 3 σπίρτα, καθώς και την αξία του αλατιού σε ένα κατά τά άλλα άριστα μαγειρεμένο κοκκινιστό. Δεν ξέχασε ποτέ το νυχτερινό στο Πύργο της Ερμιόνης όπου το έπαθλο για την ενωμοτία που νίκησε ήταν ένα ταψί καταίφι, ούτε το πως λαμπυρίζει το πλαγκτόν όταν αναδεύεται από τα κουπία του Μάρκου όταν καταπλέει στο λιμάνι του Πόρου στις 2 το πρωί μποστά από το θωρυκτό Αβέρωφ. Με αναπάντεχη "διοικητική πράξη" μετατέθηκε στην ενωμοτία Πιγγουίνων όπου κάποτε έγινε ενωμοτάρχης.
Ως βαθμοφόρος ομάδας χαρακτηρίστηκε στην κατασκήνωση ως "Νιρβάνας" για τον ατάραχο και βαθυστόχαστο τρόπο βαδίσματός του.